Για ένα κομμάτι πίτα

Σάββατο 7 Απριλίου 2018

 
 * Φωτογραφία (Pixabay/StockSnap)

Η Σοφία δεν μπορούσε να του δώσει το τελευταίο κομμάτι της πίτας. Είχε περάσει τόσα για να το αποκτήσει, που θα θυσίαζε ακόμη και την ελευθερία της προκειμένου να φάνε κάτι τα παιδιά της. Δεν μπορούσε να γυρίσει και πάλι στο σπίτι με άδεια τα χέρια. Δεν μπορούσε να ακούσει τα αναφιλητά τους. Πόσες ακόμη νύχτες να τα αποκοίμιζε με ένα σωρό ψέματα για ένα καλύτερο αύριο;

Τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε βέβαια συμβεί εάν δεν είχε εγκαταλείψει τον άντρα της πριν τρία χρόνια, λίγους μόλις μήνες μετά τη γέννηση του μικρότερου από τα πέντε της παιδιά. Τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί αν υπέμενε σιωπηλά τη οργή που ξεσπούσε επάνω της όταν επέστρεφε στο σπίτι μεθυσμένος. Μπορεί να υπέφερε κάθε φορά που θα άπλωνε το χέρι του επάνω της, τα παιδιά της όμως δε θα πεινούσαν. Δεν τα κατάφερε όμως, φοβήθηκε ότι θα έπαιρναν και εκείνα κάποτε σειρά εάν δεν έφευγε μακριά του, για αυτό και το έσκασε.

«Δείξε μου τα χέρια σου, σε παρακαλώ» της είπε ο αστυνομικός που έφτασε πρώτος στον φούρνο που είχε τρυπώσει πιο πριν η Σοφία.

Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν από την πρώτη κιόλας στιγμή που άκουσε τον συναγερμό, το ίδιο και τα χέρια της. Μα αν δεν κατάφερνε να πάρει αυτό για το οποίο είχε έρθει, δε θα έφευγε.

«Δείξε μου τα χέρια σου» είπε ξανά εκείνος την ώρα που η Σοφία ξεσφηνώθηκε από το παράθυρο της τουαλέτας και σωριάστηκε στην άσφαλτο.

«Τα χέρια σου, τώρα!» της φώναξε και τη σημάδεψε με το όπλο του.

Η Σοφία δεν έβγαλε λέξη, παρά μόνο έφερε δειλά δειλά τα χέρια της μπροστά.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε απορημένος.

«Πίτα» είπε η Σοφία. «Ένα κομμάτι πίτα» συμπλήρωσε αμέσως μετά, με σιγανή φωνή.

Όταν είχε αποφασίσει να ληστέψει αυτό τον συνοικιακό φούρνο, δεν είχε φανταστεί πως, από όλες αυτές τις λαχταριστές μυρωδιές που έκαναν τα παιδιά της να κολλούν τα προσωπάκια τους στο τζάμι όταν περνούσαν απέξω, δεν είχε περισσέψει τίποτε άλλο εκτός από ένα κομμάτι σπανακόπιτα. Αν όλα πήγαιναν ωστόσο καλά, τέτοια ώρα θα τα ξυπνούσε με χαρά να φάνε από μία μπουκιά. Μπορεί να μην κατάφερνε να χορτάσει τις κοιλίτσες τους, θα χόρταινε όμως τη ζήλεια τους, έστω και προσωρινά.

«Πέτα τα κάτω» της είπε ξανά ο αστυνομικός και η Σοφία δάκρυσε. Πώς να πετούσε κάτω το μονάκριβο κομμάτι της. Αυτό το κομμάτι που την έκανε να ποδοπατήσει την αξιοπρέπεια της και που θα έκανε τα παιδιά της χαρούμενα.

Ούτε εκείνος ούτε οι συνάδερφοι του, ούτε και ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί για να χαζέψει το θέαμα την πίστεψαν. Ποιος θα ρίσκαρε τη ζωή του για ένα κομμάτι φαΐ; Η Σοφία όμως το έκανε. Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη της, τύλιξε την πίτα και την άφησε πλάι στα πόδια της.

«Κλότσα την πια!» της φώναξε.

Μα πώς να την κλοτσούσε, δεν το βαστούσε η καρδιά της.

«Πέσε κάτω και βάλε τα χέρια σου στην πλάτη» της είπε μετά.

Η Σοφία υπάκουσε στις εντολές του αστυνομικού. Η μυρωδιά της πίτας της έσπαγε τη μύτη, μα δε θα δοκίμαζε ψίχουλο, αν κατάφερνε να τους ξεφύγει. Στο νου της ήρθαν τότε οι εικόνες εκείνες που ο άντρας της δεν είχε ακόμη εθιστεί στο αλκοόλ. Που το σπίτι της πλημύριζε από αγάπη και ευτυχία. Που έφτιαχνε δεκάδες τέτοιες πίτες κάθε μήνα. Αυτά βέβαια συνέβησαν πολύ παλιά. Τόσο παλιά, που τα μικρότερα παιδία της δεν είχαν προλάβει να το ζήσουν, ενώ τα μεγαλύτερα δεν μπορούσαν καν το θυμηθούν.

Αν δεν το έσκαγε, θα την έβαζαν στη φυλακή. Αυτή η πίτα είχε σφηνωθεί στα μυαλουδάκι των παιδιών της μήνες τώρα και αυτή τους το είχε υποσχεθεί πως το επόμενο πρωί θα τη γευόταν. Έβαλε δύναμη στα χέρια της και σηκώθηκε. Άρπαξε την πίτα και το έβαλε στα πόδια. Ο κόσμος παρακολουθούσε το συμβάν με κομμένη την ανάσα.

«Σταματά!» της φώναξε ξανά ο αστυνομικός. Αυτή ήταν η τελευταία λέξη που της είπε.

Ακολούθησαν τρεις απανωτοί πυροβολισμοί. Τρεις σφαίρες που έκαναν τη Σοφία να ξαπλώσει στη γη. Ο ίδιος εκείνος αστυνομικός που είχε τραβήξει τη σκανδάλη, πήγε πρώτος κοντά της και έψαξε τις τσέπες της. Αφού δεν βρήκε ούτε ένα ευρώ, έλεγξε τον σφυγμό της. Μα ήταν αργά, πολύ αργά για να της ζητήσει συγνώμη, για να της αγοράσει εκείνος τώρα ένα ταψί σπανακόπιτα να την προσφέρει στα παιδιά της.

Πέρασαν αμέτρητα βράδια που τα παιδιά εκείνα συνέχισαν να κοιμούνται με αναφιλητά και γουργουρητά. Έπειτα πήγαν σε πέντε διαφορετικά ιδρύματα και, από εκεί, κατέληξαν σε πέντε διαφορετικές οικογένειες. Κανείς δεν ήξερε να τους πει πόσο σπουδαία γυναίκα ήταν η μητέρα τους. Τα πέντε αυτά αδέρφια δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά στη ζωή τους, δεν έμαθε ποτέ ο ένας τι απέγινε ο άλλος. Το μόνο που τα συνέδεσε πια ήταν η μεγάλη τους αγάπη για το φαγητό, και ιδίως για τη σπανακόπιτα.

Share This Post

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου