Ο Ρεβιθούλης

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Prawny)

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος μιας χώρας μακρινής, ζούσε μια οικογένεια με πέντε παιδιά. Ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας λεγόταν Ρεβιθούλης, και ήταν ένα παιδί μικροκαμωμένο. Για την ακρίβεια, ο Ρεβιθούλης ήταν ο πιο κοντός κι ο πιο αδύνατος από όλα τα αδέρφια του. Τα καλοκαίρια ζωήρευε κάπως. Τα ζουλιγμένα μαγουλάκια του στρογγύλευαν και έπαιρνα το χρώμα της ώριμης ντομάτας. Τον χειμώνα όμως, που η τροφή γινόταν δυσεύρετη για τα ζώα του δάσους, εκείνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί εάν δε μοιραζόταν το φαγητό του μαζί τους.

Όταν όλοι λοιπόν έτρωγαν το βραδινό τους, εκείνος έκρυβε κάτω από το τραπέζι μια φέτα ψωμί. Και όταν όλοι πάλι αποκοιμιούνταν, εκείνος άνοιγε κρυφά την εξώπορτα, θρυμμάτιζε το ψωμάκι του και ύστερα έμπαινε αμέσως μέσα. Ποτέ δεν ήξερε με ποια ζώα μοιραζόταν το φαΐ του, ούτε τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πως, μέσα σε λίγα λεπτά, τα ψίχουλα εξαφανίζονταν πάντοτε από την αυλή του.

Αυτό δε συνέβαινε μια, δυο, τρεις… πέντε νύχτες το πολύ. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ, όλους σχεδόν τους χειμώνες της ζωής του Ρεβιθούλη. Και έτσι, βλέποντας οι γονείς του το παιδί τους να μην παίρνει ούτε ένα γραμμάριο κάθε χρόνο, παραδέχτηκαν με τα πολλά ότι ήταν ανήμποροι να τον μεγαλώσουν σωστά. Δεν ήταν πως δεν τον αγαπούσαν, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά, να, ένα παιδί δεν μπορεί να τραφεί μόνο με την αγάπη.

Μια και δυο, πήραν τη μεγάλη απόφαση:

«Αύριο το πρωί, μόλις φέξει η μέρα, θα πάρουμε τον Ρεβιθούλη και θα τον πάμε στη άλλη άκρη του δάσους» είπε ο πατέρας του. Και η μητέρα του, σαν κατάλαβε αυτά που σκόπευε εκείνος να κάνει, έβαλε τα κλάματα.

«Δεν μπορώ να το κάνω» του απάντησε «φοβάμαι πολύ για εκείνον». Και έκανε να φύγει μακριά. Όμως αυτός τη σταμάτησε, μπήκε μπροστά της και της έκλεισε τον δρόμο.

«Μα δεν το βλέπεις, γυναίκα, πως το παιδί μας λιώνει μέρα με τη μέρα;» της είπε. Δεν γνώριζε, βλέπετε, το παραμικρό από όλα εκείνα που έκανε ο Ρεβιθούλης τις νύχτες.

«Το βλέπω» αποκρίθηκε αυτή «όμως και πάλι δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω».

«Και αν η μοίρα του είναι καλύτερη μακριά μας; Αν τον βρει κάποιος πλούσιος περαστικός και του προσφέρει όλα αυτά που εμείς δεν μπορούμε;» ρώτησε πάλι ο πατέρας του Ρεβιθούλη.

Πες πες, κατάφερε τελικά να την πείσει την γυναίκα του, και έτσι, το επόμενο πρωί, είπε στον γιο του:

«Ρεβιθούλη, παιδί μου, ο χειμώνας είναι βαρύς και τα ξύλα μας σχεδόν τελείωσαν. Στη άλλη άκρη του δάσους, υπάρχουν πολλά ριγμένα δέντρα, που κανείς δεν τα χρειάζεται όσο εμείς. Θα μας βοηθήσεις να τα φέρουμε στο σπίτι;»

«Φυσικά, πατέρα» απάντησε εκείνος και κίνησε με χαρά να φορέσει ζεστά ρούχα και δυο ζευγάρια κάλτσες, για να μην κρυώσουν τα πόδια του.

Περπάτησαν ώρα πολύ και οι τρεις, ώσπου κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα σημείο που δυο δρόμοι συναντιούνταν και δημιουργούσαν μαζί έναν σταυρό.

Πόσες και πόσες ιστορίες δεν είχε ακούσει η μαμά του Ρεβιθούλη από τη μητέρα και τη γιαγιά της! Ιστορίες για γονείς που άφησαν τα παιδιά τους σε ένα σταυροδρόμι και που έπειτα κάποιοι καλόκαρδοι περαστικοί τα πήραν στα σπίτια τους και τα μεγάλωσαν βασιλικά.

***
«Μα πού είναι τα ξύλα;» ρώτησε ο Ρεβιθούλης τους γονείς του, όταν έφτασαν στο ξέφωτο και δεν είδε ούτε έναν κορμό πεσμένο.

«Μην ανησυχείς» του απάντησε η μητέρα του και του χαμογέλασε. «Εδώ παρά κάτω είναι».

«Εσύ μείνει να φυλάς τσίλιες και εμείς θα πάμε να τους φέρουμε» πρόσθεσε ο πατέρας του και ανέβηκε ευθύς σε ένα από τα δύο άλογα που τους είχαν μεταφέρει ως εκεί. Σε ένα άλογο ψηλό και γεροδεμένο. Τα άλογο αυτό, βλέπετε, δικαιούταν, όπως πίστευε εκείνος, να τρώει καλύτερα και από το αφεντικό του, γιατί, ώρες ώρες,  δούλευε πιο σκληρά και από αυτόν.

Η μητέρα ανέβηκε στο άλογο του Ρεβιθούλη. Σε ένα λευκό πουλαράκι που του το είχαν χαρίσει κοντά πριν έναν χρόνο, στα γενέθλιά του.

Μέχρι να το καταλάβει ο Ρεβιθούλης, οι γονείς του χάθηκαν στο δάσος κι εκείνος έμεινε να βλέπει τις ακτίνες του ήλιου να κρύβονται η μια μετά την άλλη και να απλώνεται παντού το σκοτάδι.

«Μαμά! Μπαμπά!» φώναζε ο Ρεβιθούλης, με μια φωνή που ταξίδευε ως τα πέρατα της γης. Απάντηση όμως, δυστυχώς, δεν έπαιρνε καμιά.

Τέτοια ώρα χθες βράδυ ήμουν στο σπιτάκι μου, συλλογίστηκε έπειτα, με τους γονείς μου, τα αδέρφια μου, τη ζεστασιά μου… το φαγητό μου. Ο νους του πήγε αμέσως σε εκείνα τα ψιχουλάκια που σκόρπιζε εδώ και εκεί.

«Αχ!» αναστέναξε ο Ρεβιθούλης. «Αχ, και να το ’ξερα. Θα μπορούσα να είχα πάρει μαζί μου λίγο ψωμί, να το σκορπίσω πίσω μου. Ίσως τότε και να μπορούσα να βρω ξανά τον δρόμο για το σπίτι μου».

Από την αρχή κατάλαβε ο Ρεβιθούλης τον λόγο που τον είχαν αφήσει οι γονείς τους εκεί. Δεν ήταν άλλωστε και λίγες οι φορές που τους είχε πιάσει να συζητούν κρυφά τα βράδια για τα οικονομικά τους. Τον Ρεβιθούλη, κυρίως, τον είχαν πάντα έννοια, και εκείνος το ήξερε καλά αυτό. Ωστόσο, δεν είχε πάρει την κατάσταση τόσο σοβαρά, όσο θα έπρεπε.

Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω, συλλογίστηκε, και θα τους τα εξηγούσα όλα. Θα τους έλεγα για το φαγητό μου, για τα ζώα του δάσους,  για όλα… αρκεί να γυρνούσα.

Για καλή του τύχη, την ώρα εκείνη που είχε κουλουριαστεί στη ρίζα ενός δέντρου, πέρασε από εκεί ένα πουλί. Πέταξε πρώτα γύρω από το δέντρο και έπειτα προσγειώθηκε πλάι του. Πήγαινε πίσω μπρος με χοροπηδητά βήματα και κουνούσε την μακριά ουρά του δεξιά κι αριστερά.

«Θέλεις κάτι να μου πεις;» ρώτησε ο Ρεβιθούλης, και το πουλί κούνησε πάλι την ουρά του ζωηρά και χοροπήδησε. «Εντάξει λοιπόν» του είπε «με έπεισες». Και μη έχοντας κάτι άλλο να κάνει, σηκώθηκε και ακολούθησε το πουλί.

***
Περπάτησαν πολύ, και ο Ρεβιθούλης αλλά και εκείνο, ώσπου έπειτα από δυο μέρες και δυο νύχτες σχεδόν, έφτασαν έξω από το σπίτι του Ρεβιθούλη.

Κανείς δεν κοιμότανε εκείνο το βράδυ, παρόλο που θα έπρεπε να είχαν όλοι αποκοιμηθεί τέτοια ώρα. Τόσο οι γονείς του όσο και τα αδέρφια του κάθονταν γύρω από το τραπέζι αμίλητοι, με τα φαγητά τους ανέγγιχτα και τα μάτια τους δακρυσμένα.

Κάποια στιγμή ο Ρεβιθούλης αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα. Πρώτα χτύπησε αργά, για να μην τους τρομάξει: «τοκ τοκ». Μα σαν είδε πως κανείς δε σάλευε από τη θέση του, πως είχανε όλοι  βουλιάξει στις σκέψεις τους, χτύπησε πιο δυνατά: «ΤΟΚ ΤΟΚ!»

Σαν ελατήρια πετάχτηκαν και οι έξι. Τότε να δεις χάρες και γέλια, σαν να μην είχαν πια αντιμετωπίσουν την πείνα και τη φτώχια τους.

Η μητέρα του Ρεβιθούλη τον έσφιξε πρώτη στην αγκαλιά της και αμέσως μετά τον αγκάλιασαν και οι άλλοι.

Κάθισε μαζί τους ο Ρεβιθούλης και τους τα είπες όλα. Τους μίλησε για το ψωμί, τα ψίχουλα, τα γουργουρητά… για το δάσος, τις φωνές και το πουλί… για αυτό το πουλί που είχε πια χαθεί.

Σίγουρα δεν τους περίσσευε φαγητό, όμως, αφού κατάλαβαν πόσο σημαντική ήταν εκείνη η συνήθεια για τον Ρεβιθούλη, όπως όλοι μαζί στερούνταν λίγη τροφή για να ταΐσουν τα άλογα, όλοι πάλι μαζί συμφώνησαν να του δίνουν από μια μπουκιά ψωμί, για να ταΐζει τους πεινασμένους φίλους του.

Τα φώτα έσβησαν σιγά σιγά, το σκοτάδι απλώθηκε μέσα και έξω από το σπίτι. Και όταν όλοι αποκοιμήθηκαν, ο Ρεβιθούλης, λιγότερο πια κρυφά και αθόρυβα, άνοιξε την πόρτα και έτριψε ξανά το ψωμάκι του. Μα πριν προλάβει αυτή τη φορά να κλείσει πίσω του την πόρτα, είδε να κατεβαίνουνε από τον ουρανό δεκάδες πουλιά, όμοια το πουλί που του είχε σώσει τη ζωή. Από όλα όμως εκείνα τα πουλιά, τα μικρά και τα μεγάλα, ξεχώρισε αμέσως ο Ρεβιθούλης τον φίλο του, από τα χοροπηδητά βήματά του και από την κουνιστή του ουρά, που πήγαινε, σαν τον  υαλοκαθαριστήρα των αυτοκινήτων, πότε δεξιά και πότε αριστερά.

Όλα πια πήρα τον δρόμο τους. Οι γονείς ησυχάσανε, η κοιλίτσα του Ρεβιθούλη έπαψε πια να διαμαρτύρεται τη νύχτα και τα πουλιά… αχ, αυτά τα πουλιά… δεν έλεγαν πια να ξεμυτήσουν από την αυλή του Ρεβιθούλη.

Share This Post

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου