Για τον Άγιο Βασίλη

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Judith Crowell)

Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,

Σου στέλνω αυτό το γράμμα για να σου εκμυστηρευτώ κάτι πολύ σημαντικό: Εδώ και αρκετό καιρό, το έχω καταλάβει ότι δε ζεις στον Βόρειο Πόλο, ότι δεν έχεις ούτε έλκηθρο ούτε τάρανδους και πως δε διασχίζεις όλη τη γη για να τρυπώσεις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στο σπίτι μου από την καμινάδα. Ξέρω πως βρίσκεσαι πολύ κοντά, τόσο κοντά που, αν σταματήσω για λίγο να πιέζω το μολύβι στο χαρτί, θα ακούσω το ρυθμικό ροχαλητό σου να έρχεται από το διπλανό δωμάτιο.

Την αλήθεια την έχω καταλάβει χρόνια πριν. Και, εάν δεν ανησυχούσα τόσο πως θα μου φανερώσεις το δικό σου μυστικό, δε θα σου μαρτυρούσα ποτέ το δικό μου. Η ιστορία που έπλασες για εμένα, ξέρεις, μου αρέσει τόσο πολύ, που από τον κόσμο αυτόν με τη ρευστή σοκολάτα και τα ζαχαρωτά, με τα λαμπιόνια, τις πολύχρωμες γιρλάντες και τα ξωτικά, δε θέλω πια να επιστρέψω. Αυτή τη χρονιά δε θα σου ζητήσω να μου φέρεις ένα από εκείνα τα τηλεκατευθυνόμενα αυτοκίνητα, ούτε πατίνι ή ποδήλατο, δε φέρνουν πάντα τα υλικά αγαθά την ευτυχία. Θα σου ζητήσω απλώς να κάνεις για εμένα ό, τι κάνεις κάθε χρόνο, να συνεχίσεις να φυλάς στην καρδιά σου τη μαγεία των γιορτών. Να βάλεις πάλι κάτω από το δεντράκι μας μισό ποτήρι γάλα και ένα μισοδαγκωμένο μπισκότο για να τα βρω το πρωί και να χαρώ, να βάλεις μια χούφτα καραμέλες μέσα στην κόκκινη μπότα που κρέμεται από το τζάκι μας και μετά να κρύψεις και αυτό εδώ το γράμμα, μαζί με τα άλλα έξι, στο συρτάρι του γραφείο σου. Να το καταχωνιάσεις κάτω από εκείνη την επιστολή με τα ακαταλαβίστικα σημαδάκια, κάτω και από την άλλη με εκείνες τις ζωγραφιές που και εγώ ο ίδιος δε καταλαβαίνω καλά καλά, κάτω και από την περσινή μου, που είχα μόλις αρχίσει να γράφω τα πρώτα μου γράμματα και που η κάθε λέξη μου έπιανε σχεδόν μία σειρά.

Δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ, δε με ενοχλεί καθόλου αν με πουν αφελή. Κάπως έτσι άλλωστε φαντάζομαι ότι χαρακτήριζαν στο παρελθόν εκείνον που ονειρευόταν να πατήσει κάποτε το πόδι του στη σελήνη, εκείνους που κατάκτησαν τον Βόρειο και τον Νότιο Πόλο, αυτόν που σκαρφάλωσε στο ψηλότερο βουνό του κόσμου και τους άλλους που κατάφεραν να κάνουν μια αγκαλιά ξύλα και παλιοσίδερα να συναγωνιστούν στο πέταγμα τα πουλιά και να σχίσουν στα δυο τις θάλασσες.

Τι θα κερδίσουμε, άραγε, και οι δυο αν πειστούμε πως όλα αυτά είναι ένα ψέμα, πως, ενώ πέφτουμε τη νύχτα στο κρεβάτι μας και ενώ έπειτα ταξιδεύουμε σε τόπους ονειρικούς, στον δικό μας τον κόσμο δε συμβαίνει ούτε ένα πράγματα ανεξήγητο; Δώσε μας, σε παρακαλώ, μία ακόμη ευκαιρία και τους δυο. Και σε εμένα, που θέλω τόσο πολύ να παραμείνω παιδί, μα και σε εσένα, που αρνείσαι να μεγαλώσεις. Μην αργείς, κλείσε και εσύ μαζί μου τα αυτιά και θα το ακούσεις το κουδουνάκι του Ρούντολφ να χτυπά. Κλείσε και εσύ μαζί μου τα ματιά και θα τη δεις, όπως και εγώ, τη χρυσόσκονη που καλύπτει τον ουρανό, που αναμιγνύεται με τα άστρα και που κάνει τη νύχτα της παραμονής μαγευτική.

Μπαμπά, για μένα δεν είσαι ένας απλός μπαμπάς, αυτό να το θυμάσαι. Εσύ πολύ περισσότερα. Είσαι ο Άγιος Βασίλης που ονειρεύεται να έχει κάθε παιδί, όχι μόνο την τελευταία ημέρα του χρόνου, αλλά όλες τις υπόλοιπες τριακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες της κάθε μίας χρονιάς.

Με αγάπη,
το «ξωτικό» σου

Share This Post

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου