Στην αντίπερα όχθη

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018



 * Φωτογραφία (Pixabay/Mystic Art Design)

«Σε παρακαλώ, μίλησέ μας», θυμάμαι να μου λέει, ικετευτικά σχεδόν, μια οικεία γυναικεία φωνή. Και όλο ετοιμαζόταν να καταγράψει στο μπλοκάκι της αυτά που νόμιζε πως θα της έλεγα και όλο απέμενε να με κοιτά απορημένη όταν εγώ δεν έβγαζα μιλιά. «Εξήγησέ μας να καταλάβουμε τι συνέβη εκεί έξω, Μυρτώ», συμπλήρωνε μετά. Μα εγώ ούτε το σθένος είχα ούτε τη διάθεση να αρθρώσω έστω μία λέξη.

«Όταν θα φύγεις από εδώ, δε θα υπάρχει γυρισμός», μου είπε κάπως πιο απότομα μια άγνωστη αντρική φωνή. Εγώ και πάλι παρέμεινα βουβή, και έτσι έπαψε αυτός για λίγο να ασχολείται μαζί μου. Πήγαινε πότε από εδώ και πότε από εκεί. Διέσχιζε αμέτρητες φορές το σπίτι στο οποίο με είχαν προσωρινά φυγαδεύσει, χτυπώντας άλλες τόσες φορές νευρικά τις στρατιωτικές του αρβύλες στο ξύλινο πάτωμα.

Δεν ήταν τόσο σκληρός όσο ήθελε να δείχνει ο αστυνομικός αυτός, απλώς δεν είχε άλλον τρόπο εκτός από τη βία να συνετίσει κάποιον. Με εμένα, μάλιστα, έκανε περισσή υπομονή. Εάν ήμασταν ολομόναχοι, ίσως και να με είχε χτυπήσει προκειμένου να με βγάλει από τον λήθαργο στον οποίο είχα πέσει. Αλλά δεν ήμασταν μόνοι και, δυστυχώς, δεν το έκανε. Με ένα γερό χαστούκι της ζωής βρέθηκα από την μια στιγμή στην άλλη σε αυτή τη δύσκολη θέση, με ένα ακόμη ίσως να έβρισκα ξανά τα λογικά μου.

«Είναι η τελευταία σου ευκαιρία, Μυρτώ», θυμάμαι τη γυναίκα εκείνη να μου λέει λίγο πριν με πάρουν από εκεί δυο άλλοι αστυνομικοί που είχαν μόλις καταφτάσει, ενώ μου φορούσαν στους καρπούς μου ένα ζευγάρι χειροπέδες.

Καθ’ όλη τη διαδρομή παρέμεινα ασάλευτη. Τα δέντρα περνούσαν πλάι μου, τα σάπια φθινοπωρινά φύλλα συντρίβονταν κάτω από τα πόδια μου, η ψιλή βροχή μαστίγωνε το πρόσωπό μου, και εγώ συνέχιζα να βαδίζω σκυφτή. Μονάχα μια φορά κοίταξα πίσω, προς το σκοτεινό εκείνο σπίτι με το ένα και μοναδικό, σαν φάρο, φωτάκι στον εξώστη και ύστερα χάθηκα ξανά στις σκέψεις μου. Δεν μπορούσα, βλέπετε, να σβήσω από τη μνήμη μου τον άνθρωπο εκείνο που πετάχτηκε μπροστά μου από το πουθενά και που με ανάγκασε να βγω από τον δρόμο μου.

«Τον γνώριζες, Μυρτώ;» με ρώτησε η γνώριμη γυναικεία φωνή της αστυνομικού εκείνης που την είχα σαν μάνα από τότε που έχασα τη βιολογική μου μητέρα και που με είχε σαν κόρη από τότε που έχασε και αυτή τη μοναχοκόρη της.

Κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου εγώ. Ένα τόσο οργισμένο πρόσωπο, με ένα τόσο σκοτεινό βλέμμα, θα το θυμώνουν σίγουρα αν είχε ξαναφανεί στο διάβα μου, ανεξάρτητα από τη σύγχιση στην οποία βρισκόμουν.

Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Κόλλησε τα χείλη της στο αυτί μου και μου είπε:

«Είσαι σίγουρη ότι δεν έχεις πιει;»

Την ερώτηση αυτή την περίμενα ώρα.

«Ούτε στάλα», της είπα, κοιτάζοντας την πρώτη φορά κατάματα.

Στο παρελθόν, όταν δεν είχα κανέναν άλλον να με φροντίσει, όταν κλήθηκα να τα βγάλω πέρα με τον μέθυσο πατερά μου και όταν κατέφυγα και εγώ στη δική του τη λύση μετά για να πνίξω τον καημό μου, εκείνη με στήριξε. Εκείνη με πήγε από το χέρι στο κέντρο αποτοξίνωσης και εκείνη με περίμενε στο προαύλιο όταν βρήκα και πάλι τον εαυτό μου. Όμως εγώ, και τότε όπως και τώρα, την απογοήτευσα. Εβδομάδες αργότερα, αφού επέστρεψα στο σπίτι μου, άρχισα και πάλι να πίνω. Μα μπορούσα να της το ορκιστώ πια πως, τον τελευταίο μήνα, το είχα πάρει για τα καλά απόφαση και πως τα χείλη μου δεν τα είχε το αλκοόλ αγγίξει. Για αυτό άλλωστε είχα πάρει τους δρόμους τη νύχτα εκείνη, για να μην ξανακυλήσω στον βούρκο.

Μπορεί να έβρεχε καταρρακτωδώς ίσα με πέντε ημέρες την εβδομάδα εκείνη, και εγώ δεν είχα ξεμυτήσει ούτε μία ώρα από το σπίτι μου. Καθώς παρατηρούσα τις στάλες που γλιστρούσαν απαλά στο παράθυρό μου, έκανα αμέτρητες ανάκατες σκέψεις. Η μία ανάμνηση διαδεχόταν την άλλη. Από τα παιδικά μου χρόνια ταξίδευα στο σήμερα και ύστερα πήγαινα πάλι πίσω, τότε που αντηχούσαν τα γέλια του γονιών μου στα πέρατα της οικουμένη, που το σπίτι μας το πλημύριζαν όμορφες μυρωδιές και που εγώ δε χόρταινα να παίζω ξέγνοιαστα με τα παιχνίδια μου.

Τα δάκρυά μου σύντομα μούσκεψαν τα ρούχα μου. Το έργο αυτό το είχα ξαναδεί. Τη συνέχειά του τη γνώριζα. Μα, το τέλος του, το είχα πάρει απόφαση, θα το άλλαζα τώρα. Με τις πιτζάμες μου έτρεξα ως την αποθήκη. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου και άρχισα να οδηγώ. Αντί να κατευθυνθώ προς την πόλη, με τις τόσες «παγίδες» της, τα τόσα καταστήματα από τα οποία μπορούσα να προμηθευτώ αλκοόλ, επέλεξα να ακολουθήσω έναν αγροτικό δρόμο, και ας μην ήξερα καλά καλά πού θα με οδηγούσε. Έβαλα έναν μελωδικό σκοπό να παίζει στο ραδιόφωνο και άρχισα να σιγοτραγουδώ, απολαμβάνοντας την πρώτη μου νίκη. Προτού όμως προλάβει να σχηματιστεί στα χείλη μου το πλατύ χαμόγελο της ευτυχίας, το πρόσωπο μου σκοτείνιασε.

Μπροστά μου πετάχτηκε ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα και μου έκλεισε τον δρόμο. Χτυπούσε τόσο δυνατά το τζάμι του αυτοκινήτου μου, που το έσπασε. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και πετάχτηκα έξω. Με γράπωσε προτού προλάβω να κάνω δυο τρεις δρασκελιές. Με μια κίνηση με έριξε κάτω και άρχισε να με αγγίζει σε διαφορά σημεία του σώματός μου. Τότε αρχίσαν όλα…

Δεν μπορούσα να τον απωθήσω, το ήξερα καλά αυτό. Η θέα όμως του αιχμηρού αντικειμένου που κρεμόταν από τη ζώνη του και που στραφτάλισε στο φως του φεγγαριού, με έκανε να σφίξω τα δόντια και να περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να θέσω σε εφαρμογή το σχέδιό μου.
Η στιγμή που περίμενα, ευτυχώς δεν άργησε να φτάσει, και τότε εγώ, με μια δύναμη και μια τόλμη που δε φανταζόμουν ως τότε ότι είχα, άρπαξα το μαχαίρι του και άρχισα να το καρφώνω με μανία  επάνω του.

Εκείνη η εικόνα είχε τόσο καθαρά σχηματιστεί στη μνήμη μου, που δεν έλεγε να ξεθωριάσει. Δεν έλεγε ο νους να φύγει από εκεί ως τη στιγμή που η  Αλίκη, η οποία τώρα πια δε φορούσε τη στολή της και είχε γίνει πάλι η γυναίκα αυτή που στεκόταν πάντοτε στο πλευρό μου, μου είπε:

«Κορίτσι μου, λυπάμαι, αλλά ήρθε η ώρα να φύγεις».

Κάθισα στο πίσω κάθισμα του περιπολικού, ανάμεσα σε δυο άντρες, και έγειρα το κεφάλι μου μπροστά. Πού και πού έριχνα κλέφτες ματιές δεξιά και αριστερά. Η διαδρομή που ακολουθούσαμε δεν οδηγούσε σίγουρα στο αστυνομικό τμήμα. Οδηγούσε σε μια περιοχή που γνώρισα σαν την παλάμη μου.

Η μηχανή του αυτοκινήτου έσβησε. Ο ένας από τους δύο άντρες που καθόταν πλάι μου κατέβηκε και με τράβηξε έξω.

«Καλή τύχη, Μυρτώ!» μου είπε και ύστερα χάθηκαν όλοι τους από το οπτικό μου πεδίο. Το όχημα εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης.

Έτρεχα σαν δαιμονισμένη στο σκοτεινό δάσος να σώσω τη ζωή μου. Ανέβηκα τον ψηλό λόφο που, στιγμές πριν, ορθωνόταν απειλητικά μπροστά μου και έπειτα άρχισα να κατρακυλώ. Άλλοτε να τρέχω, άλλοτε να παραπατώ και άλλοτε να πέφτω. Άλλοτε να σέρνομαι και άλλοτε να γραπώνομαι από τα δέντρα προκειμένου να σταθώ όρθια. Η ομίχλη είχε κατέβει τόσο χαμηλά, που είχε σχεδόν εξαφανίσει τις όχθες της λίμνης στην οποία μου έμαθε να κολυμπώ ο πατέρας μου. Μην έχοντας κάτι άλλο να κάνω, γδύθηκα και έπεσα στα παγωμένα νερά της. Χτυπούσα δυνατά τα χέρια μου, σαν να ήταν κουπιά, και σκορπούσα τα ρούχα εδώ και εκεί στη λίμνη για να αποπροσανατολίσω εκείνους που θα ερευνούσαν την υπόθεσή μου αργότερα.

Μπορεί να ήξεραν καλά οι αστυνομικοί ποιο ήταν το ποιόν του άντρα που μου επιτέθηκε και ποια θα ήταν η κατάληξή μου εάν δεν είχα σταθεί τόση τυχερή, όσο καμία από εκείνες τις κοπέλες που επιτέθηκε πριν από εμένα στο παρελθόν. Όμως, στο όπλο του, βρέθηκαν μόνο τα δικά μου αποτυπώματα, και έτσι δεν είχαν τρόπο να με προφυλάξουν από τον νόμο.

Με τα πολλά, κατάφερα τελικά να διασχίσω τη λίμνη. Πατώντας τα πόδια μου στη γη, ένιωσα άλλος άνθρωπος. Μέσα σε μια στιγμή έγινα μια άλλη, μια ξένη για τους υπόλοιπους ανθρώπους και για τον εαυτό μου. Άλλαξα όνομα, άλλαξα συνήθειες, άλλαξα όμως και ζωή!

Share This Post

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου