Στο Πράσινο Ακρωτήρι

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

* Φωτογραφία (Pixabay/Charles Nambasi)

Ο κάθε τόπος, όπως και ο κάθε άνθρωπος, έχει τα δικά του μυστικά, τα δικά του τρανταχτά γέλια, μα και τα σιωπηρά του κλάματα. Πολλές περιοχές βρίθουν από διάφορες ιστορίες οι οποίες μεταφέρονται από στόμα σε στόμα. Κάποιες από αυτές είναι πράγματι φανταστικές, κάποιες άλλες όμως είναι πέρα για πέρα αληθινές. Με το πέρασμα του χρόνου, βέβαια, οι ιστορίες αυτές ξεθώριασαν και οι άνθρωποι που είχαν υποσχεθεί πως  θα τις μετέφεραν ατόφιες έφυγαν και αυτοί από τη ζωή.

Ονομάζομαι Έμμυ, και επί σαράντα πέντε χρόνια πασχίζω πότε να απαλλαγώ από την άλλοτε κατάρα μου και πότε να αποδεχτώ το άλλοτε χάρισμά μου: την περίεργη ικανότητα που έχω να διαβάζω τις απόκρυφες σκέψεις των ανθρώπων και να διαισθάνομαι όσα οι άλλοι δεν μπορούν.  Ακόμη και όσα συνέβησαν αιώνες πριν…

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ονειρεύομαι να ταξιδέψω στην Αφρική. Σε ένα νησί με μια άγρια ομορφιά που το όνομά του είναι Φόγκο. Όμως ποτέ δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο κάλεσμα που ένιωθα μέσα μου, και έτσι έμεινε το όνειρό μου απραγματοποίητο δεκαετίες ολόκληρες.

Πάνω από είκοσι χρόνια δεν κάνω άλλο από το να κοιμάμαι και να εργάζομαι. Να περιφέρομαι πότε από εδώ και πότε από εκεί και να αναζητώ στους τοίχους τους σπιτιού μου το νόημα της ζωής.

Ήταν Παρασκευή 3 Απριλίου του 2015. Μία άκρως συνηθισμένη ημέρα ενός άκρως συνηθισμένου έτους. Όπως κάθε άλλη μέρα και κάθε άλλον μήνα, ετοιμάστηκα χωρίς κέφι για τη δουλεία μου και βάδισα ως εκεί με το ίδιο βαριεστημένο ύφος.

«Καλημέρα. Ονομάζομαι  Έμμυ Άτκινσον. Πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω;» ρώτησα και, από την άλλη άκρη της γραμμής, ακούστηκαν κλάματα.

Πόσα χρόνια πέρασα κρυμμένη πίσω από ένα ακουστικό. Να προσπαθώ να διακρίνω την αλήθεια από το ψέμα και να συμβουλεύω έπειτα τους πληγωμένους και αδικημένους ανθρώπους. Τα περισσότερα περιστατικά ήταν τόσο σκληρά, που ράγιζε η καρδιά μου. Υπήρχε όμως και μία μικρή μερίδα ανθρώπων που πρόσβαλε τη νοημοσύνη μου και έφτανε την υπομονή μου στα όριά της. Τα περισσότερα λόγια που έβγαιναν από τα χείλη των ανθρώπων αυτών ήταν ψέματα. Όχι τίποτα αθώα ψεματάκια, αλλά πολύ πιο σοβαρά. Όσο για τα κίνητρά τους, ήταν και αυτά, όσα και εκείνοι, φτηνά. 

«Βοήθησέ με!» άκουσα μια γυναικεία φωνή να μου λέει.

«Μπορείτε, σας παρακαλώ, να ηρεμήσετε και να μου εξηγήσετε τι σας συνέβη;» τη ρώτησα.

«Με χτύπησε πάλι…» μου απάντησε και ύστερα σιώπησε.

«Συγχωρήστε με, αλλά δε σας άκουσα» είπα και, όπως πάντα, πήρα μία βαθιά ανάσα.

«Με χτύπησε, σου λέω!» μου είπε μετά, περισσότερο θυμωμένη, παρά πονεμένη.

«Κυρία Μαίρη, εσείς είστε;» τη ρώτησα με μια τέτοια σιγουριά, που δεν υπήρχε ούτε ίχνος αμφιβολίας μέσα μου.

«Εγώ!» μου απάντησε κοφτά.

Το τελευταίο διάστημα που καλούσε στο τηλεφωνικό κέντρο η γυναίκα αυτή επέμενε να μιλά μαζί μου. Αρχικά δε με παραξένεψε αυτό. Πολλοί άνθρωποι άλλωστε έχουν την ανάγκη να δημιουργήσουν μία σχέση εμπιστοσύνης με εκείνον που θα μοιραστούν σε καθημερινή βάση τον πόνο τους. Η γυναίκα αυτή, όμως, ήμουν βέβαιη πως κάτι μου έκρυβε σίγουρα.
Μου περιέγραψε και πάλι το ίδιο σκηνικό: Ο άντρας της επιστρέφει μεθυσμένος τα ξημερώματα, τη χτυπά με μανία, και τα παιδιά τους κρύβονται στη ντουλάπα του σπιτιού για να μην ξεσπάσει την οργή τους και σε εκείνα.

Από την άλλη όμως εγώ, καθώς αυτή μου μιλά, στο μυαλό μου σχηματίζω μία άλλη εικόνα: Μία ατάραχη γυναίκα, δίχως παιδιά, δίχως βάσανα, κάθεται αναπαυτικά στο καθιστικό της και, ενώ ο σύζυγός της δουλεύει έως αργά, αυτή πλάθει ιστορίες με το μυαλό της, μόνο και μόνο για να σκοτώσει την ώρα της.

«Κυρία Μαίρη, λυπάμαι, αλλά πρέπει να κλείσω» της είπα, χωρίς να το πολυσκεφτώ, και ακούμπησα το ακουστικό του τηλεφώνου στη βάση. Σηκώθηκα από τη στριφογυριστή καρέκλα μου, έριξα στους ώμους μου τη ζακέτα μου και έφυγα. Γιατί είχα, βλέπετε, πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθώ.
Την ίδια κιόλας ήμερα μπήκα στο αεροπλάνο και ταξίδεψα στην Αφρική.  Βρέθηκα στο νησί εκείνο που ένιωθα να με συνδέουν ισχυροί δεσμοί από πολύ παλιά. Στο κέντρο του νησιού έμεινα ελάχιστα. Αγόρασα τρόφιμα και νερό και ό,τι άλλο μου πρότειναν οι ντόπιοι και κίνησα να βρω το επιβλητικό ηφαίστειο με τους τεράστιους ογκόλιθους που το φρουρούσαν. Αρκετοί άνθρωποι αψηφούσαν τα αγκομαχητά του ηφαιστείου και έμεναν στον τόπο όπου γεννήθηκαν οι γονείς και οι παππούδες τους. Τα τελευταία ωστόσο χρόνια, που τα όμορφα κυκλικά σπιτάκια τους με τις πολύχρωμες ηφαιστειακές πέτρες και την κωνική στέγη από φύλλα μπαμπού καλύφτηκαν από τη λάβα, οι πιο πολύ άνθρωποι εγκατέλειψαν τον οικισμό και το νησί τους για πάντα.

Όλα τα οικήματα του οικισμού έμοιαζαν μεταξύ τους. Κάποια ήταν λίγο πιο μεγάλα, κάποια απλώς πιο μικρά. Σε εκείνη τη γκριζωπή γη, με τους τόνους στάχτης, δεν περπατούσαμε πάνω από πέντε άνθρωποι την μέρα εκείνη. Άλλος περιπλανιόταν στη περιοχή, άλλος έβγαζε φωτογραφίες, και εγώ εισέβαλα στα ερειπωμένα σπίτια να μάθω την ιστορία των ανθρώπων που ζούσαν κάποτε εκεί. Να βρω έστω ένα στοιχείο που θα έθετε σε λειτουργία την πλευρά εκείνη του εγκεφάλου μου που πρόβαλε εικόνες που δεν είχα δει.

Επισκέφτηκα σχεδόν όλα τα σπίτια ως το σούρουπο. Όλα τα σπίτια εκτός από εκείνο που ξεφύτρωσε μπροστά μου από το πουθενά. Το σπίτι εκείνο ήταν και αυτό εγκαταλειμμένο, όλως περιέργως, όμως, εμφάνιζε κάποια σημάδια ζωής.

Πέρασα την είσοδο και μπήκα στο εσωτερικό. Μπροστά μου υπήρχαν δύο διαλυμένα κρεβάτια και ένα μικρό τραπέζι. Είχε τόση σκόνη επάνω του, που δεν μπορώ με βεβαιότητα να περιγράψω το χρώμα του. Πλησίασα κοντά του και ακούμπησα τις παλάμες μου επάνω του. Έμεινα ασάλευτη αρκετή ώρα, θυμάμαι. Ώσπου, ξαφνικά, η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια μου και τότε η ραχοκοκαλιά μου ρίγησε από το δυνατό βουητό που έφτασε στα αυτιά μου.

Πριν αμέτρητα χρόνια, στην ακριβώς θέση με εμένα, στεκόταν ένας γεροδεμένος, μελαμψός άντρας. Πίσω του ακριβώς, στο ένα από τα δύο κρεβάτια, κάθονταν η γυναίκα και το νεογέννητο παιδί του. Και εκείνοι τότε, όπως και εγώ, αισθάνθηκαν αυτό το σείσιμο κάτω από τα πόδια τους και άκουσαν αυτόν τον απόκοσμο ήχο. Το μυαλό τους, όπως και το δικό μου, πήγε ευθύς στον «γίγαντα» του νησιού, στο ενεργό εκείνο ηφαίστειο που, ανά κάποιες γενιές, υπενθύμιζε στους κατοίκους της περιοχής ποιος ήταν ο πιο ισχυρός. Μα έπειτα και οι τρεις, όπως και εγώ πάλι, ευχήθηκαν μέσα από την καρδιά τους να ήταν πράγματι αυτός.

Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε από τη μία άκρη ως την άλλη. Το είδα ολοκάθαρα με τα μάτια της ψυχής μου. Αντί για την πύρινη λαίλαπα, όμως, στο σπίτι εισέβαλε μία οργισμένη ομάδα ανθρώπων, μία από τις πολλές που είχαν σκορπιστεί στην περιοχή. Το γόνατά μου άρχισαν να τρέμουν, καθώς το μυαλό μου πρόβαλε τις εικόνες αυτές. Για μια μόλις στιγμή θέλησα να φύγω, μα την αμέσως επόμενη, όπως έκανα δυο βήματα μπρος, έκανα άλλα τόσα πίσω. Κάθισα στο πάτωμα, στις στάχτες και στα χαλάσματα, και επέτρεψα στους πρωταγωνιστές της ιστορίας μου να μου μαρτυρήσουν τι είχε συμβεί.

Πρώτος αιχμαλωτίστηκε ο πατέρας. Γύρω από το λαιμό του πέρασαν μία θηλιά με καλάμια από μπαμπού. Γύρω από τη μητέρα πέρασαν άλλη μία. Αυτό που μάτωνε τα σωθικά τους, ωστόσο, δεν ήταν ο πόνος και το αβέβαιο μέλλον τους, μα η τύχη του μονάκριβου παιδιού τους. Οι γονείς αντιστάθηκαν, το ένιωσα σε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου. Έκλαψαν, φώναξαν, προσπάθησαν να ξεφύγουν από τα δεσμά, όμως δεν κατάφεραν να τα βάλουν με τον αγριεμένο όχλο που συγκέντρωνε με πάθος το εμπόρευμά του.

Ακολουθούσαν όλοι οι δέσμιοι τον ίδιο δρόμο, τον μοναδικό που υπήρχε, και κατέληξαν όλοι στον ίδιο προορισμό: στο πελώριο λιμάνι που τώρα έδειχνε πιο αφιλόξενο από ποτέ άλλοτε.

Πρώτοι επιβιβάστηκαν στο πλοίο τα παλικάρια και οι άντρες από δεκαπέντε έως τριάντα πέντε ετών. Η σάρκα των οποίων κόστιζε ακριβότερα από όλες. Η ζωή εκείνων, βλέπετε, άξιζε όσο ένας βαθυκόκκινος μανδύας, μία κελεμπία, ένα καπέλο, μερικές χάλκινες χύτρες ή κάμποσα βαρέλια πυρίτιδας, καδένες και σπαθιά, σεντόνια, καθρέφτες, μαχαίρια, τρομπέτες, κοσμήματα, βαμβακερά υφάσματα, κουδουνάκια και άλλα πολλά. Ακολουθούσαν οι γυναίκες, που η ζωή τους αξιολογούνταν σαφώς πιο χαμηλά, τα παιδιά και, τέλος, οι ηλικιωμένοι.

Έτρεμα τόσο πολύ από τον φόβο, την οργή και τη λύπη, που μετά βίας κατάφερα να βγάλω από την τσέπη του παντελονιού μου το χαρτί και το μολύβι που είχα πάρει μαζί μου. Έγραφα πια μηχανικά, χωρίς καν να κοιτώ.

Σαν λαβωμένα αγρίμια ούρλιαζαν οι άνθρωποι. Άλλοι ικέτευαν για τη ζωή τη δική τους ή των οικείων τους, άλλοι απειλούσαν και άλλοι το έσκαγαν και έπεφταν στη θάλασσα να πνιγούν. Η οικογένεια όμως που με φιλοξενούσε στο σπίτι της, παρέμεινε ενωμένη ως την τελευταία στιγμή. Κανείς δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Το μόνο που μπορούσα να κάνω και εγώ ήταν να μετατρέψω τις ντροπιαστικές αυτές εικόνες σε λέξεις και να διαδώσω την ιστορία αυτή.

Σύντομα οι σκλάβοι και οι σκλάβες αλυσοδέθηκαν ανά πεντάδες στο αμπάρι του πλοίου: ένας στο κέντρο, ένας αριστερά, ένας δεξιά, ένας μπρος και ένας πίσω, δημιουργώντας η κάθε μια ομάδα έναν σταυρό. Μια φορά την ημέρα τους ανέβαζαν στο κατάστρωμα και τους έδιναν ένα πιάτο φαί, και μετά, με την μπουκιά τους ακόμη στο στόμα, τους ανάγκαζαν να χορεύουν για να διατηρήσουν, όπως πίστευαν οι δουλέμποροι, την καλή τους φυσική κατάσταση.

Όσα χρειαζόταν να δω, τα είχα δει. Όσα χρειαζόταν να σημειώσω, επίσης. Το μόνο που έμενε ήταν να καθαρογράψω την ιστορία και να τη μοιραστώ με τον υπόλοιπο κόσμο. Θα με πίστευαν, άραγε; Κανείς δε το ήξερε αυτό. Οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται αποδείξεις, και εγώ, δυστυχώς, δεν τις είχα.

Έφερα το πάνω κάτω. Έσκαψα με τα νύχια μου στα χώματα, μετακίνησα ασήκωτες πέτρες, αλλά την απόδειξη εκείνη που έψαχνα να βρω, δεν τη βρήκα. Πολλοί άνθρωποι μπορεί να είχαν βρεθεί στη θέση μου. Και εκείνοι σαν εμένα να είχαν δει ή να είχαν ακούσει τόσα. Αλλά, από τότε έως σήμερα, δε βρέθηκε ούτε μία απτή απόδειξη που να μπορεί πείσει ακόμη και τον πιο δύσπιστο. Το χθες με το σήμερα, όμως, χωρίζει κάτι πολύ σημαντικό: η πρόοδος! Οι άνθρωποι μπορούν πλέον να μιλούν ελεύθερα και να γράφουν. Και, ενώ ορισμένες, μεμονωμένες φορές, τα γραπτά έχουν διακοσμητικό ρόλο στις βιβλιοθήκες μας, τις πιο πολλές φορές, για καλή μας τύχη, επιλέγουμε να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας μέσα από αυτά.

Share This Post

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου