Στο παγωμένο δάσος

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

    * Φωτογραφία (Pixabay/Ina Hoekstra)

Στα πολύ παλιά χρόνια, τότε μάλλον που άρχισαν να πλάθονται οι μύθοι, δημιουργήθηκε και  ετούτος. Μόνο που αυτός εδώ ο μύθος δε γεννήθηκε απλώς για να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους και να τους συντροφεύσει τα κρύα βράδια, αλλά και για να γεμίσει την ψυχή τους με πίστη και αισιοδοξία. Οι περισσότεροι άνθρωποι υποστηρίζουν πως η ιστορία αυτή, όπως και όλες οι άλλες, γεννήθηκε στο μυαλό τον ανθρώπων και πως ούτε μία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Μα κάποιοι άλλοι, λιγοστοί, μιλούν με τέτοια θέρμη για τη μικρή Σίλα και τη γιαγιά της, οι οποίες κατάφεραν να επιβιώσουν στην κορυφή ενός δέντρου στο παγωμένο δάσος, που θα έλεγε κανείς ότι επρόκειτο για φίλους ή συγγενείς τους.

Κάποτε, το δάσος αυτό έμοιαζε με όλα τα παρθένα δάση. Ήταν πλούσιο σε βλάστηση και οσμές, σε πεταλούδες και αγριολούλουδα, και έπαιζαν σε αυτό ανέμελα η Σίλα και η μικρότερη αδερφή της. Πόσο ευτυχισμένες ήταν και οι δυο και πόσο ταιριαστές. Η μία συμπλήρωνε τον χαρακτήρα της άλλης. Στην εμφάνισή τους, ωστόσο, διέφεραν σαν τη μέρα με τη νύχτα. Το δέρμα της Σίλας και τα  φουντωτά μαλλιά της είχαν το χρώμα της σοκολάτας, ενώ στα μάτια της είχε αποτυπωθεί το άλλοτε μπλε χρώμα του ουρανού. Μα η αδερφή της είχε ολόλευκο δέρμα και μαλλιά, σαν βαμβάκι, και μάτια βαθυκόκκινα, σαν να ήταν μόνιμα κλαμένα. Ολημερίς έπαιζαν οι δυο τους, μια μέρα όμως το τόσο όμορφο και ξέγνοιαστο παιχνίδι τους σταμάτησε για πάντα, αφού η αδερφή της Σίλας, που ούτε βήμα δεν έκανε από το δάσος μόνη, λένε πως έφυγε μακριά.

Για εκείνη, δε θρήνησε μόνο η Σίλα τότε, θρήνησε και ολάκερη η πλάση. Όσο το μικρό αυτό κορίτσι φώναζε το όνομα της αδερφής της, σπάραζε από τον πόνο και ο ουρανός. Και όσο εκείνη πλάνταζε στο κλάμα, αλλά τόσες πυκνές νιφάδες έριχνε αυτός, θάβοντας την περιοχή στο χιόνι. Τη μέρα, όταν ανέτειλε ο ήλιος, το χιόνι έπεφτε με αμείωτο ρυθμό και σκέπαζε τα πάντα, βάφοντας ακόμη και τον ουρανό λευκό. Τη νύχτα, όμως, όταν ο ήλιος έγερνε να κοιμηθεί και όλα γύρω πάγωναν, μονάχα ένα χρώμα κυριαρχούσε, το χρώμα του πόνου και της θλίψης, της βαθιάς μελαγχολίας: το μαύρο.

Από το παγωμένο δάσος έφυγε πλήθος κόσμου όταν συνέβη αυτό το θλιβερό γεγονός. Στη μάζα εκείνη που έτρεξε να σωθεί βρίσκονταν και οι γονείς της Σίλας. Οι μόνες που έμειναν πίσω, πιστοί φρουροί του δάσους, ήταν η Σίλα και η γιαγιά της. Από όσους τόσο άνανδρα το έσκασαν, κανείς δεν γύρισε πίσω, και καμία από τις δυο δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν.

«Παλιά, πολύ παλιά, υπήρχαν χίλια δυο χρώματα τριγύρω», έλεγε στη Σίλα η γιαγιά της, όταν τελείωναν τις δουλειές τους και ξάπλωναν. Και τότε η Σίλα, που με το πέρασμα του χρόνου τα είχε ξεχάσει όλα αυτά, έκλεινε αυτόματα τα μάτια της και πάσχιζε να θυμηθεί τον κόσμο στον οποίο είχε γεννηθεί, έναν κόσμο γεμάτο κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, μωβ και πορτοκαλί. Πολλές φορές δεν τα κατάφερνε και λυπόταν πολύ, μα, κάποιες άλλες φορές, το λόγια της γιαγιάς μαλάκωναν την καρδιά της και έφερναν πού και πού ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη της. Το κρύο και η μονότονη ζωή τους είχαν κλέψει αρκετά από τα συναισθήματα της Σίλας, αλλά, η γιαγιά της, είχε ονειρευτεί για τη μικρή μια καλύτερη ζωή, και θα έκανε τα πάντα για να της την προσφέρει.

«Υπήρχαν τρυφεροί ανθοί, μυρωδάτα λουλούδια και ένας ουρανός πιο γαλανός και από τα μάτια σου», έλεγε η γιαγιά, και η Σίλα έστρεφε το βλέμμα της ψηλά. Πολλές εικόνες περιέσωζε η μνήμη της, αλλά ο καταγάλανος ουρανός, δυστυχώς, απουσίαζε από αυτές.

«Πες μου κι αλλά, γιαγιά», έλεγε η Σίλα, «μη σταματάς», και η γιαγιά έπαιρνε μία βαθιά ανάσα και συνέχιζε:

«Υπήρχαν αμέτρητα ζώα, μεγάλα και μικρά. Υπήρχαν ψάρια στον ποταμό, μα και πουλιά».
«Και πουλιά!» ξεφώνιζε η Σίλα.

«Μάλιστα, και πουλιά», απαντούσε η γιαγιά.

«Και τι έκαναν αυτά, γιαγιά;».

«Τραγουδούσαν όλη μέρα και πετούσαν ανέμελα στον ουρανό».

«Αχ αυτός ο ουρανός», έλεγε η Σίλα και αναστέναζε, όταν η κουβέντα γύριζε ξανά σε εκείνον.
Η γιαγιά σκέπαζε τη Σίλα με την προβιά ενός μεγάλου ζώου, και εκείνη έριχνε έπειτα στην πλάτη της άλλη μια, σαφώς πιο μικρή. Και, έτσι, προφυλαγμένες από το ψύχος καθώς ήταν, κοιμόνταν αγκαλιά ως το επόμενο πρωί.

Όπως κάθε άλλη φορά, προτού καλά καλά ξημερώσει, προτού ανοίξει τα μάτια της η μικρή, η γιαγιά κατέβηκε προσεκτικά από το δέντρο και χάθηκε στους γυμνούς κορμούς που απλώνονταν μπροστά της. Αναζητούσε πάλι τροφή, παίρνοντας στο κατόπι κάποιο άγριο ζώο που είχε αφήσει τα αχνάρια του στο χιόνι.

Η Σίλα ξύπνησε πριν επιστρέψει η γιαγιά της εκείνη τη μέρα. Κάτι περίεργες φωνές, που θύμιζαν κρώξιμο, την έκαναν να πεταχτεί ψηλά. Επάνω από το κεφάλι της πέρασε ένα εβένινο σύννεφο, ένα σμήνος κυνηγημένων πουλιών, και ξοπίσω τους ακολουθούσε ένα λευκό πουλί. Το άνοιγμα των φτερών του κόντευε τα δύο μέτρα, μα έδειχνε τόσο φοβισμένο. Παρά την απόκοσμη ομορφιά του, που ανακάλυψε η Σίλα μόλις το πουλί κάθισε απέναντί της, έδειχνε θλιμμένο, βουτηγμένο στις σκέψεις του. Γύριζε το κεφάλι του ποτέ από εδώ και ποτέ από εκεί και κοιτούσε με τα κοκκινωπά του μάτια το δάσος. Θαρρείς πως γνώριζε καλά αυτόν τον τόπο, θαρρείς πως πονούσε για εκείνον όσο και η Σίλα.

Η μικρή το κοίταξε επίμονα. Λες και το βλέμμα του πουλιού τη μαγνήτιζε, την κρατούσε υπνωτισμένη για ώρα. Μετά, ένας χείμαρρος από δάκρυα ξεχύθηκε μεμιάς από τα μάτια της. Χωρίς ποτέ κανείς να μάθει το γιατί, δάκρυσε τόσο πολύ η Σίλα, που τα δάκρια της χάιδεψαν σπιθαμή προς σπιθαμή τον κορμό του δέντρου στο οποίο ζούσε, και ύστερα πότισαν το χιόνι και το ανάγκασαν σιγά σιγά να λιώσει. Τα άλλοτε κρυσταλλωμένα νερά κύλησαν γοργά και έφτασαν στον μεγάλο ποταμό. Και αυτός, μαζί με τη φύση, ξαναζωντάνεψε μαγικά. Ψάρια άρχισαν πάλι να διασχίζουν τα νερά του, ένα ένα άρχισαν να σκάνε τα μπουμπούκια των λουλουδιών και να έρχονται οι μέλισσες. Το πιο μαγευτικό όμως θέαμα που αντίκρισε η Σίλα —και κρυφά πίσω από ένα ψηλόλιγνο, γερασμένο δέντρο και η γιαγιά της—, ήταν το κυανό χρώμα που κρυβόταν καιρό πίσω από τον άλλοτε παγερό ουρανό, το οποίο πρόβαλε μόλις το πουλί πέταξε προς το μέρος του και τον έκοψε στα δυο˙ αλλά η πρώτη ηλιαχτίδα, που σηματοδοτούσε τώρα μια νέα εποχή, μια νέα ζωή, που καμία από τις δυο στο παρελθόν δεν τολμούσε καν να ονειρευτεί.

Share This Post

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου