Pages

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Μια ακόμα μάχη

* Φωτογραφία (Pixabay/Pete Linforth )


Η Μυρτώ έφτασε ξέπνοη στο τηλέφωνο. Με την Άννα, τη δίδυμη της αδελφή, επικοινωνούσαν πάντα με έναν τρόπο μαγικό, όσο μακριά κι αν βρισκόταν η μία από την άλλη. Μπορούσε πάντα να αναγνωρίσει τα χαρούμενα κουδουνίσματα του τηλεφώνου, όταν την καλούσε για να της μεταφέρει κάποια χαρμόσυνη είδηση. Μπορούσε όμως να αναγνωρίσει και το μελαγχολικό χτύπημα που την προϊδέαζε για τα άσχημα μαντάτα που θα άκουγε.

Αυτό το κουδούνισμα που έφτανε τώρα στα αφτιά της το ήξερε καλά. Μπορεί να μην το άκουγε συχνά, μα μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε.

«Άννα!» φώναξε η Μυρτώ, προτού ακούσει τη φωνή της αδερφής της. «Είσαι καλά;»

«Δεν μπορώ να ανασάνω, Μυρτώ» της απάντησε εκείνη με αναφιλητά. Θαρρείς πως ήταν η πρώτη  φορά που της συνέβαινε αυτό και πως δεν ήξερε ακόμη τον τρόπο να το διαχειριστεί.

«Όχι πάλι!» σχολίασε η Μυρτώ.

«Αδερφούλα μου, δε θέλω να πεθάνω!» της είπε η Άννα και ξέσπασε σε ακόμη πιο σπαρακτικά  κλάματα.

Ήταν το τελευταίο νέο που ήθελε να ακούσει η Μυρτώ. Η αδερφή της είχε παλέψει αρκετές φορές στο παρελθόν με τις κρίσεις πανικού και τις είχε νικήσει. Δεν άντεχε να τη δει ξανά να υποφέρει.

«Που είσαι, να ’ρθω;» τη ρώτησε ενώ πέρναγε την τσάντα της στον ώμο. Αλλά η Άννα ήταν λες και δεν την άκουγε.

«Φοβάμαι πολύ» μόνο αυτό της έλεγε.

Η Μυρτώ άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε στον δρόμο.

«Μπορείς να νικήσεις, μην τα παρατάς» συνέχιζε να της μιλά και να τρέχει.

«Δεν είναι σαν τις άλλες φορές» αποκρίθηκε η Άννα και σώπασε.

«Σ’ έχω δει να τα βάζεις μαζί τους, Άννα» της είπε κάπως πιο απότομα αυτή τη φορά. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τη συνεφέρει. Την είχε άλλωστε δοκιμάσει ξανά αυτή την τακτική και είχε πετύχει.
Πόσο πολύ φοβόταν η Άννα ότι δε θα ξανάκουγε την αδερφή της. Ο κόμπος που της έφραζε τον λαιμό και της προκαλούσε πνιγμό την ανάγκαζε να ανασαίνει γρήγορα και κοφτά. Σύντομα μούδιασαν τα άκρα της, και το στήθος της ήταν σαν να είχε πιάσει φωτιά. Πολλές φορές είχε νιώσει πώς είναι να περιμένεις το τέλος σου, πάντοτε ωστόσο ήταν σαν να το ζούσε πρώτη φορά.

«Είσαι δυνατή, Άννα» ακούστηκε η Μυρτώ από την άλλη άκρη του ακουστικό που είχα πια πέσει στο πάτωμα, μα εκείνη δεν την άκουγε πλέον. Είχε μόλις ανοίξει με μια γροθιά το ξύλινο παράθυρο του σπιτιού της και ήταν έτοιμη να ξεχυθεί στους δρόμους να ζητήσει βοήθεια. Την κατάλληλη όμως στιγμή εμφανίστηκε μπροστά της η Μυρτώ. Της κράτησε το χέρι, την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της είπε: «Είσαι δυνατή, πίστεψέ το πια!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου